- τσίρισμα
- τσίρισμα, το και τσίριγμα, το1. τσιτσίρισμα (βλ. λ.).2 διαπεραστική κραυγή, τσιρίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσίρισμα — το, Ν βλ. τσύρισμα … Dictionary of Greek
τσύρισμα — και τσίρισμα, το, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσυρίζω … Dictionary of Greek
τσίριγμα — το, ατος βλ. τσίρισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτσίρισμα — το, ατος και τσιρτσίρισμα, το ατος 1. συριστικός ήχος (για κρέας που καίγεται ή λάδι ή βούτυρο που τηγανίζεται), τσίρισμα. 2. μτφ., βασανισμός αργός και συνεχής. 3. τερέτισμα (για πουλιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)